Σαρπηδόνος

Σαρπηδόνος
Σαρπηδών
his shrine
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • SARPEDON — I. SARPEDON Ciliciae promontor. eam a Pamphylia distinguens. Pomp. Mela l. 1. c. 13. Steph. urbs est Thraciae. Item insulae nomen, Suidas. Hesychius: Σαρπηδὼν, ἀκτὴ ἀντὶ τȏυ Σαρπηδονία. τόπος δὲ οὗτος Θράκης, ἀεὶ κληδῶνας ἔχων καὶ κυματιζόμενος,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ραδάμανθυς — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Δία και της Ευρώπης και αδελφός του Μίνωα και του Σαρπηδόνα. Υιοθετήθηκε με τους αδελφούς του από τον σύζυγο της μητέρας τους, τον βασιλιά της Κρήτης Αστερίωνα, τον οποίο διαδέχτηκε ο Μίνως. Ο Ρ.… …   Dictionary of Greek

  • σαρπηδονείον — τὸ, Α [Σαρπηδών, όνος] το ιερό τού Σαρπηδόνος, μυθικού γιου τού Διός και τής Ευρώπης και αδελφού τού Μίνωος και Ραδαμάνθυος, στην Ξάνθο, πόλη τής Λυδίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”